- πρόσλοιπος
- -ον, Α·1. αυτός που υπολείπεται, που απομένει ως υπόλοιπο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσλοιπατα κατακάθια, η υποστάθμη3. φρ. «εἰς τὸ πρόσλοιπον»(με χρον. σημ.) στο μέλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + λοιπός (πρβλ. υπό-λοιπος)].
Dictionary of Greek. 2013.